- ευμέθοδος
- ος , ον1) пользующийся хорошим методом (о преподавателе и т. п.); 2) осуществляемый методично (о классификации, преподавании и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εὐμέθοδος — easily compassed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμέθοδος — η, ο (ΑΜ εὐμέθοδος, ον) 1. αυτός που έχει καλή μέθοδο, ο μεθοδικός, ο συστηματικός («τρόποι δὲ ἀναχρονισμοῡ εὐμέθοδοι καὶ παρὰ Σοφοκλεῑ», Ευστ.) 2. (για πρόσ.) μεθοδικός, ακριβής («εὐμέθοδος ἰατρός», Αλέξ. Τραλλ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek
ευμέθοδος — η, ο αυτός που με καλή μέθοδο κάνει κάτι, ο μεθοδικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐμεθοδώτερον — εὐμέθοδος easily compassed masc acc comp sg εὐμέθοδος easily compassed neut nom/voc/acc comp sg εὐμέθοδος easily compassed adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμεθοδώτατον — εὐμέθοδος easily compassed masc acc superl sg εὐμέθοδος easily compassed neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμεθόδως — εὐμέθοδος easily compassed adverbial εὐμέθοδος easily compassed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμέθοδον — εὐμέθοδος easily compassed masc/fem acc sg εὐμέθοδος easily compassed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμεθόδοις — εὐμέθοδος easily compassed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμεθόδου — εὐμέθοδος easily compassed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμεθόδων — εὐμέθοδος easily compassed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμεθόδῳ — εὐμέθοδος easily compassed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)